- εὐσύμφυτος
- εὐσύμφυτοςeasily growing togethermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευσύμφυτος — εὐσύμφυτος, ον (Α) (για φυτά) αυτός που συμφύεται ή που αυξάνεται εύκολα μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σύμ φυτος (< συμ φύομαι)] … Dictionary of Greek